πινάκα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πινάκα οι πινάκες
      γενική της πινάκας των πινακών
    αιτιατική την πινάκα τις πινάκες
     κλητική πινάκα πινάκες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πινάκα < πινάκι + μεγεθυντικό επίθημα

Ουσιαστικό

πινάκα θηλυκό

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.