πικροθάλασσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πικροθάλασσα | οι | πικροθάλασσες |
| γενική | της | πικροθάλασσας | των | πικροθαλασσών |
| αιτιατική | την | πικροθάλασσα | τις | πικροθάλασσες |
| κλητική | πικροθάλασσα | πικροθάλασσες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
πικροθάλασσα θηλυκό
- η θάλασσα για τους καημούς που δίνει στις οικογένειες των ναυτικών ή των ψαράδων, όταν αυτοί ξανοίγονται μα εξαιτίας τρικυμίας δεν γυρίζουν ποτέ πια πίσω
Μεταφράσεις
πικροθάλασσα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.