πιθανοθεωρία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πιθανοθεωρία οι πιθανοθεωρίες
      γενική της πιθανοθεωρίας των πιθανοθεωριών
    αιτιατική την πιθανοθεωρία τις πιθανοθεωρίες
     κλητική πιθανοθεωρία πιθανοθεωρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πιθανοθεωρία < πιθαν(ός) + -ο- + θεωρία

Ουσιαστικό

πιθανοθεωρία θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.