πηνήκη
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | πηνήκη | αἱ | πηνῆκαι | ||||
| γενική | τῆς | πηνήκης | τῶν | πηνηκῶν | ||||
| δοτική | τῇ | πηνήκῃ | ταῖς | πηνήκαις | ||||
| αιτιατική | τὴν | πηνήκην | τὰς | πηνήκᾱς | ||||
| κλητική ὦ! | πηνήκη | πηνῆκαι | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πηνήκᾱ | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | πηνήκαιν | ||||||
| 1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- πηνήκη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
πηνήκη, -ης θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- περούκα
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Λουκιανός, 80, 5 Εταιρικοί Διάλογοι/Κλωνάριον και Λέαινα @wikisource @scaife.perseus
- χρόνῳ δὲ ἡ Μέγιλλα ὑπόθερμος ἤδη οὖσα τὴν μὲν πηνήκην ἀφείλετο τῆς κεφαλῆς,
- ≈ συνώνυμα: φενάκη
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Λουκιανός, 80, 5 Εταιρικοί Διάλογοι/Κλωνάριον και Λέαινα @wikisource @scaife.perseus
- πηνίκη
Πηγές
- πηνήκη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.