πηνήκη

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πηνήκη αἱ πηνῆκαι
      γενική τῆς πηνήκης τῶν πηνηκῶν
      δοτική τῇ πηνήκ ταῖς πηνήκαις
    αιτιατική τὴν πηνήκην τὰς πηνήκᾱς
     κλητική ! πηνήκη πηνῆκαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πηνήκ
γεν-δοτ τοῖν  πηνήκαιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πηνήκη < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

πηνήκη, -ης θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  • πηνίκη

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.