πηκτίνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πηκτίνη | οι | πηκτίνες |
| γενική | της | πηκτίνης | των | πηκτινών |
| αιτιατική | την | πηκτίνη | τις | πηκτίνες |
| κλητική | πηκτίνη | πηκτίνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πηκτίνη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
πηκτίνη θηλυκό
- (βιολογία) δομικός ετεροπολυσακχαρίτης που βρίσκεται στα κυτταρικά τοιχώματα των επίγειων φυτών
-
πηκτίνη στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
πηκτίνη
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.