πηγαινέλα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πηγαινέλα < πήγαιν(ε) + έλα (προστακτικές των ρημάτων πηγαίνω και έρχομαι)

Προφορά

ΔΦΑ : /pi.ʝeˈne.la/ (δείτε και πήγαιν' έλα)
τυπογραφικός συλλαβισμός: πηγαινέλα

Ουσιαστικό

πηγαινέλα ουδέτερο άκλιτο

  1. η συχνή, επαναλαμβανόμενη επανειλημμένη μετάβαση και επιστροφή σε κάποιο σημείο
  2. η απλή μετάβαση και επιστροφή, το αλερετούρ

  • πήγαιν' έλα

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.