πετρόβουνο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πετρόβουνο τα πετρόβουνα
      γενική του πετρόβουνου των πετρόβουνων
    αιτιατική το πετρόβουνο τα πετρόβουνα
     κλητική πετρόβουνο πετρόβουνα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πετρόβουνο < πέτρα + βουνό

Ουσιαστικό

πετρόβουνο ουδέτερο

  • πετρώδες βουνό, χωρίς σχεδόν καθόλου βλάστηση.
      Τὸ γυμνὸ πετρόβουνο ρουχαλίζει βουβὰ κ' ἐκεῖνο ἀπὸ τὸν βοριᾶ. Οἱ πέτρες κ' οἱ βράχοι του βγάζουνε ἕνα μουγκὸ ἀχολόγημα, μαζὶ μὲ τὰ ξεράγκαθα καὶ τ ̓ ἀγριοχόρταρα (Φώτης Κόντογλου (1895-1965), Θάλασσες, καΐκια και καραβοκύρηδες, εκδ. Εστία, 1981, σελ. 54)

Συνώνυμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.