περιτειχίσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

περιτειχίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος περιτειχίζω
  2. θα περιτειχίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος περιτειχίζω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

περιτειχίσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του περιτείχιση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.