περιστερεών

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική περιστερεών οἱ περιστερεῶνες
      γενική τοῦ περιστερεῶνος τῶν περιστερεώνων
      δοτική τῷ περιστερεῶν τοῖς περιστερεῶσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν περιστερεῶν τοὺς περιστερεῶνᾰς
     κλητική ! περιστερεών περιστερεῶνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  περιστερεῶνε
γεν-δοτ τοῖν  περιστερεώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

περιστερεών < περιστερ(ά) + -εών

Ουσιαστικό

περιστερεών, -ῶνος αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.