περιποίησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | περιποίησῐς | αἱ | περιποιήσεις |
| γενική | τῆς | περιποιήσεως | τῶν | περιποιήσεων |
| δοτική | τῇ | περιποιήσει | ταῖς | περιποιήσεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | περιποίησῐν | τὰς | περιποιήσεις |
| κλητική ὦ! | περιποίησῐ | περιποιήσεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | περιποιήσει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | περιποιησέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- περιποίησις < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
περιποίησις, -εως θηλυκό
- → ζητούμενο λήμμα
Συγγενικά
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
- περιποίησις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- περιποίησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.