περιποιήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

περιποιήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος περιποιώ
  2. θα περιποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος περιποιώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

περιποιήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του περιποίηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.