περικοπτήρας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | περικοπτήρας | οι | περικοπτήρες |
| γενική | του | περικοπτήρα | των | περικοπτήρων |
| αιτιατική | τον | περικοπτήρα | τους | περικοπτήρες |
| κλητική | περικοπτήρα | περικοπτήρες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Περικοπτήρες που χρησιμοποιούνται σε τρυπάνι ή φρέζα για την περαιτέρω διάνοιξη υπάρχουσας τρύπας.
Ετυμολογία
- περικοπτήρας < -τήρας
Συνώνυμα
- αλεζουάρ
Αναφορές
- περικοπτήρας - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
περικοπτήρας
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.