περικεκομμένος τύπος

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

περικεκομμένος τύπος < απόδοση για την αγγλική clipping [1]  δείτε τη λέξη περικεκομμένος, μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος περικόπτω & τύπος

Πολυλεκτικός όρος

περικεκομμένος τύπος αρσενικό

  • (γλωσσολογία) η περικοπή  δείτε τη λέξη clipping
     δείτε παραδείγματα στις λέξεις clipping και περικοπή
      συχνά εντοπίζονται και άλλοι περικεκομμένοι τύποι, οι οποίοι δεν απλοποιούν κάποιο σύνθετο όρο, αλλά δηλώνουν οικειότητα, όπως Πανάθα < Παναθηναϊκός, Μπάρτσα < Μπαρτσελόνα αλλά και παράτα < παράταση. (Παπαναγιώτου Χρήστος, Μορφολογική Ανάλυση Του Λεξιλογίου Της Γλώσσας Του Ποδοσφαίρου, Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Πατρών, Σχολή Ανθρωπιστικών Και Κοινωνικών Επιστημών, Τμήμα Φιλολογίας, Πάτρα 2016, σελ. 108)
      Εκ της τιμητικής επικλήσεως ανδρών, κατεχόντων εν τη κοινωνική, πολιτική και εκκλησιαστική ιεραρχία αξιόζηλον θέσιν, απέμεινεν ο περικεκομμένος τύπος κύριος - κύρις - κυρ (Λαογραφία, τόμος 16, Ελληνική Λαογραφική Εταιρεία, 1956, σελ. 363)

  • Κατηγορία:Περικοπές στο Βικιλεξικό

Αναφορές

  1. Κρύσταλ, Ντέιβιντ (Crystal, David). Λεξικό γλωσσολογίας και φωνητικής. Μετάφραση: Γιώργος Ξυδόπουλος. Αθήνα: Πατάκης, 2008 (1η έκδοση:2003). Βασισμένο στην 4η έκδοση (επαυξημένη) του A dictionary of linguistics and phonetics. Blackwell Publishers, 1997. (1η έκδοση: Andre Deutsch, 1980)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.