περίχωρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | περίχωρα | ||
| γενική | των | περιχώρων | ||
| αιτιατική | τα | περίχωρα | ||
| κλητική | περίχωρα | |||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- περίχωρα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή περίχωρα[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /peˈɾi.xo.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρί‐χω‐ρα
Ουσιαστικό
περίχωρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- οι περιοχές που περιβάλλουν ένα οικιστικό σύνολο
- ↪ μένει στα περίχωρα του Λονδίνου, σε μια απόσταση από το κέντρο μιας ώρας περίπου με το τρένο
Αναφορές
- περίχωρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.