περίχωρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα περίχωρα
      γενική των περιχώρων
    αιτιατική τα περίχωρα
     κλητική περίχωρα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

περίχωρα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή περίχωρα[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /peˈɾi.xo.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: περίχωρα

Ουσιαστικό

περίχωρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • οι περιοχές που περιβάλλουν ένα οικιστικό σύνολο
    μένει στα περίχωρα του Λονδίνου, σε μια απόσταση από το κέντρο μιας ώρας περίπου με το τρένο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.