περίθριξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| *περίθρῐχ- περίτρῐχ- | ||||||||
| ονομαστική | ὁ/ἡ | περίθριξ | οἱ/αἱ | περίτριχες | ||||
| γενική | τοῦ/τῆς | περίτριχος | τῶν | περιτρίχων | ||||
| δοτική | τῷ/τῇ | περίτριχῐ | τοῖς/ταῖς | περίτριξῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | περίτριχᾰ | τοὺς/τὰς | περίτριχᾰς | ||||
| κλητική ὦ! | περίθριξ | περίτριχες | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | περίτριχε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | περιτρίχοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- περίθριξ (ελληνιστική κοινή) < περί- + -θριξ
Ουσιαστικό
περίθριξ αρσενικό ή θηλυκό, σε επιθετική λειτουργία
- (ελληνιστική κοινή) μπούκλα μαλλιών που δεν έχει κοπεί ποτέ εκ γενετής
- ※ περίθριξ· ὁ ἀπὸ γενετῆς πλόκαμος, ὁ μηδέπω καρείς,
- ἔτι πλοκάμοιο περίθριξ (Καλλίμαχος, θραύσμα, Σούδα, 361 Pf.1, π 1167)
- ※ περίθριξ· ὁ ἀπὸ γενετῆς πλόκαμος, ὁ μηδέπω καρείς,
Πηγές
- περίθριξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.