πεπόνια
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /peˈp.oɲa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐πά‐νια
- τονικό παρώνυμο: πεπονιά
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
πεπόνια ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πεπόνι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.