πελιδνότης

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πελιδνότης αἱ πελιδνότητες
      γενική τῆς πελιδνότητος τῶν πελιδνοτήτων
      δοτική τῇ πελιδνότητ ταῖς πελιδνότησ(ν)
    αιτιατική τὴν πελιδνότητ τὰς πελιδνότητᾰς
     κλητική ! πελιδνότης πελιδνότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πελιδνότητε
γεν-δοτ τοῖν  πελιδνοτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πελιδνότης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πελιδνό(ς) + -της

Ουσιαστικό

πελιδνότης, -ητος θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.