πελιδνότης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | πελιδνότης | αἱ | πελιδνότητες | ||||
| γενική | τῆς | πελιδνότητος | τῶν | πελιδνοτήτων | ||||
| δοτική | τῇ | πελιδνότητῐ | ταῖς | πελιδνότησῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | πελιδνότητᾰ | τὰς | πελιδνότητᾰς | ||||
| κλητική ὦ! | πελιδνότης | πελιδνότητες | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πελιδνότητε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | πελιδνοτήτοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- πελιδνότης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πελιδνό(ς) + -της
Ουσιαστικό
πελιδνότης, -ητος θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) η πελιδνότητα
- → δείτε και τις λέξεις πελίδνωσις και πελίωσις
Πηγές
- πελιδνότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.