πελαγίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πελαγίζω < αρχαία ελληνική πελαγίζω < πέλαγος
Προφορά
- ΔΦΑ : /pe.laˈʝi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐λα‐γί‐ζω
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη πέλαγος
Μεταφράσεις
πελαγίζω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.