πεινάλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πεινάλα | οι | πεινάλες |
| γενική | της | πεινάλας | — | |
| αιτιατική | την | πεινάλα | τις | πεινάλες |
| κλητική | πεινάλα | πεινάλες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη πείνα
Μεταφράσεις
πεινάλα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.