πειθαναγκάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πειθαναγκάζω < ελληνιστική κοινή πειθανάγκ(η) + -άζω  δείτε τις λέξεις πείθω και ανάγκη[1][2]

Προφορά

ΔΦΑ : /pi.θa.naŋˈɡa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πειθαναγκάζω

Ρήμα

πειθαναγκάζω, αόρ.: πειθανάγκασα, παθ.φωνή: πειθαναγκάζομαι, π.αόρ.: πειθαναγκάστηκα, μτχ.π.π.: πειθαναγκασμένος

  • πείθω κάποιον χρησιμοποιώντας ψυχολογική βία ή και απειλές

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις πείθω, αναγκάζω και ανάγκη

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. πειθαναγκάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.