πειθαναγκάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /pi.θa.naŋˈɡa.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πει‐θα‐να‐γκά‐ζο‐μαι
Ρήμα
πειθαναγκάζομαι', π.αόρ.: καταναγκάστηκα, μτχ.π.π.: καταναγκασμένος, (ενεργ.: πειθαναγκάζω)
- παθητική φωνή του ρήματος πειθαναγκάζω → δείτε και την κλίση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.