πεδιάς

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πεδιάς αἱ πεδιάδες
      γενική τῆς πεδιάδος τῶν πεδιάδων
      δοτική τῇ πεδιάδ ταῖς πεδιάσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν πεδιάδ τὰς πεδιάδᾰς
     κλητική ! πεδιάς πεδιάδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πεδιάδε
γεν-δοτ τοῖν  πεδιάδοιν
Με βραχύ άλφα στο θέμα -άς, -άδος.
3η κλίση, Κατηγορία 'δεκάς' όπως «δεκάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πεδιάς < πέδ(ον) + -ιάς [1]

Ουσιαστικό

πεδιάς, -άδος θηλυκό

  1. πεδιάδα
  2. (ως επίθετο) πεδινή (εννοείται θηλυκό ουσιαστικό όπως γῆ, χώρα, μάχη)

Αναφορές

  1. πεδιάδα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.