πατεντάρισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πατεντάρισμα τα πατενταρίσματα
      γενική του πατενταρίσματος των πατενταρισμάτων
    αιτιατική το πατεντάρισμα τα πατενταρίσματα
     κλητική πατεντάρισμα πατενταρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία el

πατεντάρισμα < πατεντάρω + -ισμα

Ουσιαστικό

πατεντάρισμα ουδέτερο

  1. η διαδικασία έκδοσης πατέντας
  2. η πατέντα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.