πατεντάρισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πατεντάρισμα | τα | πατενταρίσματα |
| γενική | του | πατενταρίσματος | των | πατενταρισμάτων |
| αιτιατική | το | πατεντάρισμα | τα | πατενταρίσματα |
| κλητική | πατεντάρισμα | πατενταρίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.