πατατοφαγία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πατατοφαγία οι πατατοφαγίες
      γενική της πατατοφαγίας των πατατοφαγιών
    αιτιατική την πατατοφαγία τις πατατοφαγίες
     κλητική πατατοφαγία πατατοφαγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πατατοφαγία < πατάτ(α) + -ο- + -φαγία  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

πατατοφαγία θηλυκό, χωρίς πληθυντικό

Συγγενικά

  • πατατοφάγος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.