πατατοκροκέτα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πατατοκροκέτα | οι | πατατοκροκέτες |
| γενική | της | πατατοκροκέτας | των | πατατοκροκετών |
| αιτιατική | την | πατατοκροκέτα | τις | πατατοκροκέτες |
| κλητική | πατατοκροκέτα | πατατοκροκέτες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

πατατοκροκέτες
Ουσιαστικό
πατατοκροκέτα θηλυκό, πληθυντικός πατατοκροκέτες
- (γαστρονομία): βρασμένη λιωμένη πατάτα σε σχήμα και μέγεθος καρυδιού, ή κεφτέ, που σερβίρεται ψημένη
Μεταφράσεις
πατατοκροκέτα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.