πασπαλιστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πασπαλιστής οι πασπαλιστές
      γενική του πασπαλιστή των πασπαλιστών
    αιτιατική τον πασπαλιστή τους πασπαλιστές
     κλητική πασπαλιστή πασπαλιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πασπαλιστής < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

πασπαλιστής αρσενικό

  1. πασπαλιστήρι, δοχείο πασπαλίζματος, δοχείο πασπαλίσματος, δοχείο πασπαλίσματος με διάτρητο καπάκι, δοχείο πασπαλίσματος με διάτρητο καπάκι
  2. χρήστης πασπαλιστηρίου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.