πασπαλιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πασπαλιστής | οι | πασπαλιστές |
| γενική | του | πασπαλιστή | των | πασπαλιστών |
| αιτιατική | τον | πασπαλιστή | τους | πασπαλιστές |
| κλητική | πασπαλιστή | πασπαλιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πασπαλιστής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
πασπαλιστής αρσενικό
- πασπαλιστήρι, δοχείο πασπαλίζματος, δοχείο πασπαλίσματος, δοχείο πασπαλίσματος με διάτρητο καπάκι, δοχείο πασπαλίσματος με διάτρητο καπάκι
- χρήστης πασπαλιστηρίου
Μεταφράσεις
πασπαλιστής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.