πασαπάγκος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πασαπάγκος οι πασαπάγκοι
      γενική του πασαπάγκου των πασαπάγκων
    αιτιατική τον πασαπάγκο τους πασαπάγκους
     κλητική πασαπάγκε πασαπάγκοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πασαπάγκος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

πασαπάγκος αρσενικό

  • πασαμπάγκος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.