πασίδηλα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πασίδηλα < πασίδηλος + -α < ελληνιστική κοινή πασίδηλος < αρχαία ελληνική πᾶς + δῆλος
Μεταφράσεις
πασίδηλα
|
Πηγές
- πασίδηλος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
πασίδηλα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πασίδηλος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.