παρεμπίπτω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παρεμπίπτω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παρεμπίπτω. Συγχρονικά αναλύεται σε (παρά) παρ- + εμπτίπτω ((εν-) εμ- + πίπτω)

Ρήμα

παρεμπίπτω

Συνώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.