παραφερνάλια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | παραφερνάλια | ||
| γενική | των | παραφερναλίων | ||
| αιτιατική | τα | παραφερνάλια | ||
| κλητική | παραφερνάλια | |||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παραφερνάλια < (λόγιο δάνειο) αγγλική paraphernalia < μεσαιωνική λατινική paraphernalia < ελληνιστική κοινή παράφερνα < παρά + αρχαία ελληνική φερνή [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.ɾa.feɾˈna.li.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐φερ‐νά‐λι‐α
Ουσιαστικό
παραφερνάλια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- συνέπειες
- ※ Το θέμα της πολιτικής ορθότητας ξεδιπλώθηκε, τεντώθηκε, αναλύθηκε και σαφώς έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης. Ορισμένοι τράφηκαν από όλο αυτό το ενδιαφέρον. Τράφηκαν κυριολεκτικά, δηλαδή βρήκαν το θέμα που ελκύει κονδύλια για τα συνέδρια, τις έρευνες, τις εκδόσεις και τα παραφερνάλια. Τα πάντα μπορούν να γίνουν αντικείμενο καταμέτρησης και ανάλυσης.
- Εφημερίδα Το Βήμα, 4/4/2013
- ≈ συνώνυμα:: παρεπόμενα, συνακόλουθα
Μεταφράσεις
παραφερνάλια
Αναφορές
- παράφερνα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- παραφερνάλια - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.