παραπληγική
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παραπληγική | οι | παραπληγικές |
| γενική | της | παραπληγικής | των | παραπληγικών |
| αιτιατική | την | παραπληγική | τις | παραπληγικές |
| κλητική | παραπληγική | παραπληγικές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παραπληγική < παραπληγικός + -ή
Κλιτικός τύπος επιθέτου
παραπληγική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του παραπληγικός
Ομώνυμα / Ομόηχα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.