παρακάθημαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παρακάθημαι < αρχαία ελληνική παρακάθημαι < παρά + κάθημαι

Ρήμα

παρακάθημαι

  1. (λόγιο) συμμετέχω σε επίσημο γεγονός / εκδήλωση (γεύμα, δείπνο, δεξίωση κ.λπ.)
  2. (καταχρηστικά) άλλη μορφή του παρακάθομαι

Συγγενικά

Κλίση

λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.