παραθυράκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παραθυράκι τα παραθυράκια
      γενική
    αιτιατική το παραθυράκι τα παραθυράκια
     κλητική παραθυράκι παραθυράκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παραθυράκι < παράθυρο + κατάληξη υποκοριστικού -άκι

Ουσιαστικό

παραθυράκι ουδέτερο

  1. μικρό παράθυρο
      Ο σκοπός πηγαινοέρχεται απόξω κανονικά, ρίχνει καμιά ματιά απ' το παραθυράκι του κελιού και πάει παρά κάτω. (Δημήτρης Χριστοδούλου, Η ναυμαχία)
  2. διάταξη σε νόμο που με την κατάλληλη ερμηνεία επιτρέπει σε κάποιον να κάνει κάτι που γενικά απαγορεύεται
    • συστημικό ψεγάδι που επιτρέπει φυγόπονη δράση

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε παράθυρο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.