παραθυράκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | παραθυράκι | τα | παραθυράκια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | παραθυράκι | τα | παραθυράκια |
| κλητική | παραθυράκι | παραθυράκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
παραθυράκι ουδέτερο
- μικρό παράθυρο
- ※ Ο σκοπός πηγαινοέρχεται απόξω κανονικά, ρίχνει καμιά ματιά απ' το παραθυράκι του κελιού και πάει παρά κάτω. (Δημήτρης Χριστοδούλου, Η ναυμαχία)
- διάταξη σε νόμο που με την κατάλληλη ερμηνεία επιτρέπει σε κάποιον να κάνει κάτι που γενικά απαγορεύεται
- συστημικό ψεγάδι που επιτρέπει φυγόπονη δράση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.