παραδοξότης

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παραδοξότης αἱ παραδοξότητες
      γενική τῆς παραδοξότητος τῶν παραδοξοτήτων
      δοτική τῇ παραδοξότητ ταῖς παραδοξότησ(ν)
    αιτιατική τὴν παραδοξότητ τὰς παραδοξότητᾰς
     κλητική ! παραδοξότης παραδοξότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παραδοξότητε
γεν-δοτ τοῖν  παραδοξοτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παραδοξότης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική παράδοξο(ς) + -της

Ουσιαστικό

παραδοξότης, -ητος θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.