παραδοξότης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | παραδοξότης | αἱ | παραδοξότητες | ||||
| γενική | τῆς | παραδοξότητος | τῶν | παραδοξοτήτων | ||||
| δοτική | τῇ | παραδοξότητῐ | ταῖς | παραδοξότησῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | παραδοξότητᾰ | τὰς | παραδοξότητᾰς | ||||
| κλητική ὦ! | παραδοξότης | παραδοξότητες | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παραδοξότητε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | παραδοξοτήτοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- παραδοξότης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική παράδοξο(ς) + -της
Πηγές
- παραδοξότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.