παραδειγματίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- παραδειγματίζω < (ελληνιστική κοινή) παραδειγματίζω < αρχαία ελληνική παράδειγμα < παραδείκνυμι < παρά + δείκνυμι
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.ɾa.ðiɣ.maˈti.zo/
Ρήμα
παραδειγματίζω (παθητική φωνή: παραδειγματίζομαι)
- δίνω το (καλό) παράδειγμα κι ως εκ τούτου σωφρονίζω ή διδάσκω κάποιον
Συγγενικά
- απαραδειγμάτιστος
- παραδειγματικά
- παραδειγματικός
- παραδειγματισμός
- → δείτε τις λέξεις παράδειγμα και δείχνω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | παραδειγματίζω | παραδειγμάτιζα | θα παραδειγματίζω | να παραδειγματίζω | παραδειγματίζοντας | |
| β' ενικ. | παραδειγματίζεις | παραδειγμάτιζες | θα παραδειγματίζεις | να παραδειγματίζεις | παραδειγμάτιζε | |
| γ' ενικ. | παραδειγματίζει | παραδειγμάτιζε | θα παραδειγματίζει | να παραδειγματίζει | ||
| α' πληθ. | παραδειγματίζουμε | παραδειγματίζαμε | θα παραδειγματίζουμε | να παραδειγματίζουμε | ||
| β' πληθ. | παραδειγματίζετε | παραδειγματίζατε | θα παραδειγματίζετε | να παραδειγματίζετε | παραδειγματίζετε | |
| γ' πληθ. | παραδειγματίζουν(ε) | παραδειγμάτιζαν παραδειγματίζαν(ε) |
θα παραδειγματίζουν(ε) | να παραδειγματίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | παραδειγμάτισα | θα παραδειγματίσω | να παραδειγματίσω | παραδειγματίσει | ||
| β' ενικ. | παραδειγμάτισες | θα παραδειγματίσεις | να παραδειγματίσεις | παραδειγμάτισε | ||
| γ' ενικ. | παραδειγμάτισε | θα παραδειγματίσει | να παραδειγματίσει | |||
| α' πληθ. | παραδειγματίσαμε | θα παραδειγματίσουμε | να παραδειγματίσουμε | |||
| β' πληθ. | παραδειγματίσατε | θα παραδειγματίσετε | να παραδειγματίσετε | παραδειγματίστε | ||
| γ' πληθ. | παραδειγμάτισαν παραδειγματίσαν(ε) |
θα παραδειγματίσουν(ε) | να παραδειγματίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω παραδειγματίσει | είχα παραδειγματίσει | θα έχω παραδειγματίσει | να έχω παραδειγματίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις παραδειγματίσει | είχες παραδειγματίσει | θα έχεις παραδειγματίσει | να έχεις παραδειγματίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει παραδειγματίσει | είχε παραδειγματίσει | θα έχει παραδειγματίσει | να έχει παραδειγματίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε παραδειγματίσει | είχαμε παραδειγματίσει | θα έχουμε παραδειγματίσει | να έχουμε παραδειγματίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε παραδειγματίσει | είχατε παραδειγματίσει | θα έχετε παραδειγματίσει | να έχετε παραδειγματίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν παραδειγματίσει | είχαν παραδειγματίσει | θα έχουν παραδειγματίσει | να έχουν παραδειγματίσει |
| |
Μεταφράσεις
παραδειγματίζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.