πανδαμάτειρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πανδαμάτειρα | οι | πανδαμάτειρες |
| γενική | της | πανδαμάτειρας | των | πανδαμάτειρων |
| αιτιατική | την | πανδαμάτειρα | τις | πανδαμάτειρες |
| κλητική | πανδαμάτειρα | πανδαμάτειρες | ||
| Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πανδαμάτειρα < θηλυκό του πανδαμάτωρ
Μεταφράσεις
πανδαμάτειρα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.