παλιόπραμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | παλιόπραμα | τα | παλιοπράματα |
| γενική | του | παλιοπράματος | των | παλιοπραμάτων |
| αιτιατική | το | παλιόπραμα | τα | παλιοπράματα |
| κλητική | παλιόπραμα | παλιοπράματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
παλιόπραμα ουδέτερο
- αντικείμενο πολύ χαμηλής αξίας
- παλιό αντικείμενο σε κακή κατάσταση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.