παλιοκάραβο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παλιοκάραβο τα παλιοκάραβα
      γενική του παλιοκάραβου των παλιοκάραβων
    αιτιατική το παλιοκάραβο τα παλιοκάραβα
     κλητική παλιοκάραβο παλιοκάραβα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παλιοκάραβο < παλιός + καράβι.

Ουσιαστικό

παλιοκάραβο ουδέτερο

  • παλιό σκάφος σε κακή κατάσταση.
  • πλοίο που παρουσιάζει πολλαπλά προβλήματα.
  • κακοτάξιδο πλοίο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.