παλαιοβοτανική

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η παλαιοβοτανική
      γενική της παλαιοβοτανικής
    αιτιατική την παλαιοβοτανική
     κλητική παλαιοβοτανική
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παλαιοβοτανική < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

παλαιοβοτανική θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.