παιδοψυχολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παιδοψυχολογία | οι | παιδοψυχολογίες |
| γενική | της | παιδοψυχολογίας | των | παιδοψυχολογιών |
| αιτιατική | την | παιδοψυχολογία | τις | παιδοψυχολογίες |
| κλητική | παιδοψυχολογία | παιδοψυχολογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παιδοψυχολογία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
παιδοψυχολογία θηλυκό
- ο κλάδος της ψυχολογίας που ασχολείται με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και προβλήματα της παιδικής ηλικίας
Συγγενικά
Μεταφράσεις
παιδοψυχολογία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.