παγαπόντης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | παγαπόντης | οι | παγαπόντηδες |
| γενική | του | παγαπόντη | των | παγαπόντηδων |
| αιτιατική | τον | παγαπόντη | τους | παγαπόντηδες |
| κλητική | παγαπόντη | παγαπόντηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παγαπόντης < → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
παγαπόντης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.