πίλησις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
πῑλησι-, πῑλησε-
ονομαστική πίλησῐς αἱ πιλήσεις
      γενική τῆς πιλήσεως τῶν πιλήσεων
      δοτική τῇ πιλήσει ταῖς πιλήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν πίλησῐν τὰς πιλήσεις
     κλητική ! πίλησῐ πιλήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πιλήσει
γεν-δοτ τοῖν  πιλησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πίλησις < πιλέω, πιλη- + -σις <  δείτε πῖλος

Ουσιαστικό

πίλησις, -εως θηλυκό

Σύνθετα

  • ἐκπίλησις
  • συμπίλησις

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη πῖλος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.