πίλησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| πῑλησι-, πῑλησε- | |||||
| ονομαστική | ἡ | πίλησῐς | αἱ | πιλήσεις | |
| γενική | τῆς | πιλήσεως | τῶν | πιλήσεων | |
| δοτική | τῇ | πιλήσει | ταῖς | πιλήσεσῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὴν | πίλησῐν | τὰς | πιλήσεις | |
| κλητική ὦ! | πίλησῐ | πιλήσεις | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πιλήσει | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | πιλησέοιν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Σύνθετα
- ἐκπίλησις
- συμπίλησις
Πηγές
- πίλησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- πίλησις σελ.5818 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.