πέπερις

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

πέπερις < πέπερ(ι) (ουδέτερο) + -ις

Ουσιαστικό

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
πεπεριδ-
ονομαστική πέπερις οἱ πεπέριδες
      γενική τοῦ πεπέριδος τῶν πεπερίδων
      δοτική τῷ πεπέριδ τοῖς πεπέρισ(ν)
    αιτιατική τὸν πέπεριν τοὺς πεπέριδᾰς
     κλητική ! πέπερι πεπέριδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πεπέριδε
γεν-δοτ τοῖν  πεπερίδοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

πέπερις αρσενικό

  • (γαστρονομία) άλλη μορφή του πέπερι

Ουσιαστικό

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
πεπεριδ-
ονομαστική πέπερις αἱ πεπέριδες
      γενική τῆς πεπέριδος τῶν πεπερίδων
      δοτική τῇ πεπέριδ ταῖς πεπέρισ(ν)
    αιτιατική τὴν πέπεριν τὰς πεπέριδᾰς
     κλητική ! πέπερι πεπέριδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πεπέριδε
γεν-δοτ τοῖν  πεπερίδοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

πέπερις θηλυκό

  • το πιπερόδεντρο

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.