πέπερις
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| πεπεριδ- | |||||
| ονομαστική | ὁ | πέπερις | οἱ | πεπέριδες | |
| γενική | τοῦ | πεπέριδος | τῶν | πεπερίδων | |
| δοτική | τῷ | πεπέριδῐ | τοῖς | πεπέρισῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὸν | πέπεριν | τοὺς | πεπέριδᾰς | |
| κλητική ὦ! | πέπερι | πεπέριδες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πεπέριδε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | πεπερίδοιν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
πέπερις αρσενικό
- (γαστρονομία) άλλη μορφή του πέπερι
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| πεπεριδ- | |||||
| ονομαστική | ἡ | πέπερις | αἱ | πεπέριδες | |
| γενική | τῆς | πεπέριδος | τῶν | πεπερίδων | |
| δοτική | τῇ | πεπέριδῐ | ταῖς | πεπέρισῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὴν | πέπεριν | τὰς | πεπέριδᾰς | |
| κλητική ὦ! | πέπερι | πεπέριδες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πεπέριδε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | πεπερίδοιν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
πέπερις θηλυκό
- το πιπερόδεντρο
Πηγές
- πέπερις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.