πάλσαρ
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
πάλσαρ
<
αγγλική
<
pulsar
<
puls
(ating) (st)
ar
Ουσιαστικό
πάλσαρ
ουδέτερο
άκλιτο
ουράνιο σώμα
που εκπέμπει ταχύτατους
παλμούς
ραδιοφωνικών κυμάτων
Συνώνυμα
αστέρας νετρονίων
πάλσαρ
στη
Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
πάλσαρ
αγγλικά
:
pulsar
(en)
βουλγαρικά
:
пулсар
(bg)
γαλλικά
:
pulsar
(fr)
γερμανικά
:
Pulsar
(de)
πολωνικά
:
pulsar
(pl)
ρωσικά
:
пульсар
(ru)
σερβικά
:
пулсар
(sr)
τσεχικά
:
pulsar
(cs)
φινλανδικά
:
pulsari
(fi)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.