pulsar
Αγγλικά
(en)
Ετυμολογία
pulsar
<
puls
(ating) (st)
ar
Ουσιαστικό
pulsar
(en)
(
αστρονομία
)
το
πάλσαρ
Γαλλικά
(fr)
Ουσιαστικό
ενικός
πληθυντικός
pulsar
pulsars
pulsar
(fr)
αρσενικό
(
αστρονομία
)
το
πάλσαρ
Πολωνικά
(pl)
Προφορά
ΔΦΑ
: /
ˈpul.sar
/
Ουσιαστικό
pulsar
(pl)
αρσενικό
(
αστρονομία
)
το
πάλσαρ
Τσεχικά
(cs)
Ουσιαστικό
pulsar
(cs)
αρσενικό
(
αστρονομία
)
το
πάλσαρ
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.