pulsar

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

pulsar < puls(ating) (st)ar

Ουσιαστικό

pulsar (en)

  1. (αστρονομία) το πάλσαρ



Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
pulsar pulsars

pulsar (fr) αρσενικό

  1. (αστρονομία) το πάλσαρ



Πολωνικά (pl)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpul.sar/

Ουσιαστικό

pulsar (pl) αρσενικό

  1. (αστρονομία) το πάλσαρ



Τσεχικά (cs)

Ουσιαστικό

pulsar (cs) αρσενικό

  1. (αστρονομία) το πάλσαρ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.