αστέρας νετρονίων

Νέα ελληνικά (el)

Πολυλεκτικός όρος

  • (αστρονομία) ο νετραστέρας, το νετραστέρι, αστέρας εκφυλιστικά συμπιεσμένων (βλ. degenerate pressure) νετρονίων (και πιθανώς quark στον πυρήνα - ακόμη κι όταν δεν έχουμε καθαρό quark star - όμως οι περιπτώσεις αυτές ακόμη μελετώνται)
    • συχνά πάλσαρ (σε νεαρή ηλικία)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.