πάθνη

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πάθνη αἱ πάθναι
      γενική τῆς πάθνης τῶν παθνῶν
      δοτική τῇ πάθν ταῖς πάθναις
    αιτιατική τὴν πάθνην τὰς πάθνᾱς
     κλητική ! πάθνη πάθναι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πάθν
γεν-δοτ τοῖν  πάθναιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πάθνη < αρχαία ελληνική φάτνη, με δάσυνση του τ σε θ και ανομοίωση του φ σε π

Ουσιαστικό

πάθνη, -ης

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.