una
Ισπανικά
(es)
Προφορά
ⓘ
Κλιτικός τύπος επιθέτου
una
(es)
θηλυκό
του
uno
Ιταλικά
(it)
Ετυμολογία
una
<
λατινική
ūna(m)
Άρθρο
una
(it)
μία
,
μια
Συνώνυμα
tredici
(για την ώρα 1 μμ)
Καταλανικά
(ca)
Άρθρο
una
(ca)
θηλυκό
μία
,
μια
Ρουμανικά
(ro)
Αντωνυμία
una
(ro)
μία
(
μια
),
κάποια
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.