οχτάμηνο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το οχτάμηνο τα οχτάμηνα
      γενική του οχτάμηνου των οχτάμηνων
    αιτιατική το οχτάμηνο τα οχτάμηνα
     κλητική οχτάμηνο οχτάμηνα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οχτάμηνο, ουδέτερο του οχτάμηνος

Ουσιαστικό

οχτάμηνο ουδέτερο

 δείτε τη λέξη  οκτάμηνο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.