οφσάιντ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

οφσάιντ < αγγλική off-side

Ουσιαστικό

οφσάιντ ουδέτερο άκλιτο

  1. (αθλητισμός) (ποδόσφαιρο) θέση που έχει ένας παίκτης από την οποία απαγορεύεται να γίνει κάτοχος της μπάλας στο αντίπαλο μισό του γηπέδου όταν μεταξύ της αντίπαλης εστίας και του επιτιθέμενου δεν μεσολαβούν δύο παίχτες.
  2. (οικείο) (μεταφορικά) σφάλμα, λάθος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.