οφσάιντ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- οφσάιντ < αγγλική off-side
Ουσιαστικό
οφσάιντ ουδέτερο άκλιτο
- (αθλητισμός) (ποδόσφαιρο) θέση που έχει ένας παίκτης από την οποία απαγορεύεται να γίνει κάτοχος της μπάλας στο αντίπαλο μισό του γηπέδου όταν μεταξύ της αντίπαλης εστίας και του επιτιθέμενου δεν μεσολαβούν δύο παίχτες.
- (οικείο) (μεταφορικά) σφάλμα, λάθος
-
οφσάιντ στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.